Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016


Σε αφήνω στην αγκαλιά των τεράτων μωρό μου.
Αφού εγώ ουρά και κέρατα δεν έβγαλα ποτέ
-πόσο μάλλον δεύτερο κεφάλι-
σε αφήνω να τους χαρίσεις όσες καρδιές που καίγονται στον πρωινό ήλιο θες
Σε αφήνω γυμνή σε φόντο ζεστό, γεμάτο ιδρώτα
με μουσικές από μισοχαλασμένο ανεμιστήρα και στουμπωμένες εξατμίσεις,
σε χαζεύω από τον καναπέ
και σου χαμογελάω.
Σου γράφω παραμύθια
όχι από αυτά με τα οποία σε μεγαλώσανε
μα απ’ τα άλλα που στάζουν και κάποια μιλιγκράμ αλήθειας
και λένε πως, μια νύχτα δίχως φεγγάρι, οι ρόμα απήγαγαν ελληνάκια για να τα
μεγαλώσουνε καλύτερα απ’ τους ανίκανους χαραμοφάηδες γονείς τους.
Κι ακόμα σου γράφω ιστορίες εξωτικές
και ποιήματα από πέρα τόπους, ανατολικούς
γεμάτα περιπέτεια κι αγωνία και φρικάκηδες που αναζητούν φαί
και που για μια χούφτα δολλάρια πουλάν και την ψυχή τους
και συ χαχανίζεις και μου λες πως δε μπορεί να είναι αλήθεια,
πως θες τώρα να έρθω από κάτω σου να σε γλείψω, να κάνουμε έρωτα και τέτοια, μα εγώ σου λέω πως έχω μαζέψει στην καρδιά μου τόσο μίσος πια για τους ανθρώπους που μόνο ο θάνατος μου ή ο θάνατος τους θα μπορούσε να με κάνει να απολαύσω την αγκαλιά σου - κι εσύ τα ακούς αυτά
και δεν μου χαχανίζεις πια,
μου στραβώνεις, κάνεις μούτρα, λες πως υπερβάλλω πάλι,
πως δεν πρέπει να τα βλέπω όλα τόσο κυνικά και σιχαμένα,
και μετά έρχεσαι πάλι από τα δεξιά, ζουζουνίζεις μες στ’ αυτί μου,
σου πιάνω το μπουτάκι με στοργή
και για λίγο τα ξεχνάω όλα.
Ύστερα φεύγεις για τη δουλειά σου, ποτέ δεν μένεις αρκετά το πρωί
και εγώ ξεπεζεύω στο στάβλο της ανασφάλειας να σκέφτομαι τους χιλιάδες καλύτερους από μένα που συναντάς καθημερινά εκεί έξω, και που θα μπορούσαν να σου εξασφαλίσουν καλύτερη ζωή, καλύτερα απωθητικά για τα κουνούπια, καλύτερα ταξίδια, να σου γράφουν καλύτερα ποιήματα,
να μη σου κάνουν αναπάντητες γιατί δεν έχουνε μονάδες,
να σε ψάχνουνε ακόμα κι αν εσύ τους αγνοείς,
να σε βλέπουν στα όνειρα τους κάθε βράδι, ιδρωμένοι, με μια καρδιά σαν τουμπερλέκι που βαρά,
να δέχονται να λιώσεις το εγώ τους κάτω απ’ το καινούριο σου παπούτσι.
Εγώ ήρθα σε αυτό το παραμύθι για να σκοτωθώ απ’ τους ιππότες που θέλουν να σώσουν την πριγκίπισσα τους, το δέχτηκα , δεν είπα όχι.
Στα όνειρα μου έβλεπα απλά εμένα να γαμάω μια φίλη σου,
αλλά είχα αρκετή αξιοπρέπεια για να πω ότι ήταν απλά ένας εφιάλτης όταν ξυπνούσα δίπλα σου αγχωμένος
επειδή η φίλη σου δεν έχυσε ούτε την τρίτη φορά-συγγνώμη εγώ προσπάθησα.
Κι όταν μ’ αγνοούσες επιδεικτικά, τάχα κουρασμένη απ’ την πολλή δουλειά σου,
εγώ τραβούσα προς τη χέστρα μας,
καυλωμένος, τσιτωμένος, μες στα νεύρα και τη μίρλα,
και σε φανταζόμουν γεμάτη πληγές και αίματα, να κλαις από το φόβο, κι εγώ από πάνω σου σαν κτήνος αφρικανικό να παίζω μαλακία
και να γελάω σαρδόνια με σαλεμένο βλέμμα.
Μετά ηρεμούσα λίγο
μάζευα το πηχτό σπέρμα στα χέρια μου σα να ταν χιόνι και το κανα μπάλες
έπειτα έβγαινα έξω και το πέταγα στους γείτονες
”Ω τι τρελός, τι επικίνδυνος, την αστυνομία να φωνάξει κάποιος” λέγανε
και με κοιτούσανε με μάτια υγρά, μικρά, φρικτά και τρυπημένα
και κοιτούσαν και με δείχνανε και με κακολογούσαν
κι εγώ μέσα στην τρέλα μου και την παράνοια
μόνο εσένα είχα μωρό μου στο μυαλό μου, μόνο εσένα που τόσο αγάπαγα και ας σε σιχαινόμουν.
Κι ήταν τόσο εύκολο να σε σιχαθώ
έπρεπε απλά να μαντέψω -και μου δωσες τόσα σημάδια για αυτό- ότι ούτε εσύ ήσουν κάτι παραπάνω από μια μηχανή παραγωγής αυτοκτονιών
αλλά για να σε αγαπήσω
έπρεπε να καταλάβω -και μα τα κόκκαλα του Ιησου ήταν τόσο δύσκολο- ότι κι εσύ δεν με αγαπούσες όπως αγαπάει μια κυρία σαλονιού ένα αδέσποτο που φιλοξενεί για λίγες μέρες στην αυλή της,
μα όπως για μένα έσυ ήσουν η ηρωίδα του παραμυθιού
έτσι κι εγώ ήμουν και πρίγκηπας και δράκος και ο πύργος που σε είχαν φυλακίσει -
κι απ’ το στόμα μου έβγαζα φωτιά και στην παλάμη είχα το ξίφος και το σώμα μου ήταν από πέτρα και μπετόν
και μόναχα πολέμαγα τον δαίμονα του ίδιου μου του εαυτού για να σε κατακτήσω

Φυσικά στο τέλος θα χάσω
ηττημένος και εγώ απ’ τα μάτια στα παράθυρα, που θα με βλέπουν σαν το έκτρωμα
που έκλεψε τον ξανθό άγγελο της γειτονιάς.
Σιχαμένοι.
Κράτα μου το χέρι
κι ορκίζομαι να σε πηγαίνω για παγωτό σε νεκροταφεία στο εξής
για να απολαμβάνεις και εσύ
όσο και εγώ
το αμετάκλητο τέλος αυτών
που μισήσαν πολύ τους δράκους
αγαπήσαν πολύ τους πρίγκιπες
και φοβηθήκανε πάρα πολύ για τις πριγκίπισσες τους
χωρίς να ξέρουν
τι καταστροφικό είναι να αποκαλείς κάποιον όλη μέρα “Τέρας”
τι φρικτό να του δίνεις σπαθί και βασίλεια
τι βασανιστικό να τον ντύνεις μόνο με ροζ κορσέδες.
Θα σ’αγαπάω μέχρι το τέλος του κόσμου μου
αρκεί πιστεύω.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου