τυλίχθηκε επιδέξια γύρω από το λαιμό της κυρίας με την
παράξενη μύτη.
Περπάτησε για ώρες, χαμογελώντας,
σφυρίζοντας ηδονικά.
Ικανοποίησε τις ορμές του μια και δυο και τρεις φορές,
αχόρταγο ήταν.
Πέρασε ώρα,
σταγόνες γυναικείου ιδρώτα ‘λουσαν τα ακατάστατα μαλλιά του.
Ξετυλίχθηκε. Κρεμάστηκε.
Τώρα σιωπή. Τώρα μοναξιά.
Ένα κασκόλ σε μία πόλη που ποτέ δεν κάνει κρύο.
Το παραπονεμένο κασκόλ