Μπερδεμένα ποντίκια
πηγαινοέρχονται στην ετοιμόρροπη αποθήκη. Οι πατημασιές τους, νίκησαν τη σκόνη.
Το βλέμμα τους είναι στραμμένο πάντα στην δεξιά γωνία. Η σκάλα, τι όμορφη που
είναι τούτη η σκάλα. Στην κορυφή της υπάρχει ένα κομμάτι τυρί που μετά βίας
φαίνεται μα η μυρωδιά του, δίνει στο δωμάτιο την αίσθηση της πληρότητας. Και
ξεκινούν οι ποντικοί και οι ποντικίνες –από τότε που θα ανοίξουν τα μάτια τους
– το σκαρφάλωμα. Πιάνονται σε λακκούβες, τρυπάνε τη σάρκα τους, δροσίζουν το ξύλινο
δάπεδο με αίμα. Όταν αποδέχονται τα βάσανα τους και οι πληγές, τους γίνονται
συνήθεια, αράζουν. Αράζουν σ’ ένα –συνήθως – χαμηλό επίπεδο και ξεχνάνε τη
λιγούρα τους τραγουδώντας. Μα στ’ αυτιά αυτών που δεν αντέχουν το σκαρφάλωμα
αντηχεί μια αλλόκοτη βοή. Δεν είναι σπάνιο να έχει και δυο τρία πτώματα στη
συνοδεία της. Έτσι είναι, κάποιοι παραπατάνε στο μεθύσι, μα λένε πως
τουλάχιστον πέθαναν χαρούμενοι. Βέβαια θα πει κανείς, πως το λένε αφού είναι
νεκροί; Ποιος ξέρει. Ο μεταμοντερνισμός δεν άφησε ήσυχα ούτε τα υπαρξιακά. Μα
αυτά, έλαχε να επιβιώσουν για να ξεπεραστούν.
Είναι κάτι ποντίκια, εκεί,
στην άλλη γωνιά. Φοράνε το θάνατο και ακονίζουν τα δόντια τους για ζωή. Ήδη
άρχισαν να κοιτούν τη σκάλα θαρραλέα. Ετοιμάζονται για κάτι μεγάλο. Κάτι που
δεν έχει προηγούμενο. Θα τη ροκανίσουν μέχρι να πέσει μαζί με το τυρί που
κουβαλάει. Και τα κακόμοιρα τα ποντίκια που είναι πάνω στη σκάλα; Αξίζουν τόσο
τίμιους φονιάδες; Μα δεν τα σκότωσαν τα ποντίκια απ’ τις γωνίες. Οι θάνατοι που
τους βαραίνουν ξεκινάνε μετά το πέσιμο τις σκάλας. Θα ευχόμασταν όλοι να είναι
λιγότεροι. Μα ας το καλοσκεφτούμε και ας αλλάξουμε γνώμη. Τι υπεροψία! Νομίσαμε
πως θα τα ξεφορτωθούμε έτσι εύκολα τα υπαρξιακά.
Τα ποντίκια στις γωνίες