Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Οι γραφειοκράτες





Πήγα να βγάλω μια άδεια ύπαρξης σε ένα χάρτη 48.000 ωκεανών και 00048b πλοίων. Ανέβηκα ως τα πολύ βαθιά νερά εκεί όπου κατοικούν τα μεγαλύτερα ψάρια και οι υπάλληλοι τους, δηλαδή οι γραφειοκράτες, ιχθύες μεσαίου μεγέθους και τρόφιμοι του γλυκού νερού. Αυτοί με το που μπήκα στην υγρή αίθουσα τους με κοίταξαν καχύποπτα:  «Δε μου γεμίζει το μάτι τούτος ‘δώ» σιγομουρμούριζαν μεταξύ τους και πράγματι το μάτι του ενός από αυτούς ήταν τεράστιο και που να το γεμίσω εγώ ο καημένος με τα ποιήματα και τις κλάψες μου. Θα λεγε κανείς  για αυτόν πώς θα είχε και δύο κιλά λίπος πάνω στο μάτι του. Φαίνεται πως είχε καταναλώσει ήδη τα πάντα στη λιμνούλα όπου του έλαχε να διοικεί και πλέον από το βάρος έγερνε στο πλάι, πώς θα με βλέπανε καλά λοιπόν αν δεν μπορούσαν καν να με αντικρίσουν; Έφαγα την πρώτη απογοήτευση μα δεν σταμάτησα. Μετακινήθηκα  προς το παράθυρο, σε μέρος που θα έπεφτε καλύτερα το φως πάνω μου. Σα κάπως να αναθάρρησαν τώρα. Όχι δε θα καταδέχονταν ποτέ αυτά τα κτήνη να μου μιλήσουν ως ισότιμο-και η αλήθεια είναι πώς τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία- σίγουρα όμως η κατάσταση άλλαξε προς το καλύτερο.

«Χαρτιά!» μου ζήτησε επιτακτικά ο ένας
Άδειασα τις τσέπες και την τσάντα μου με μανία στο γραφείο τους μπας και βρω κάτι που θα μου δινε και μένα την πολυπόθητη άδεια. Δυο λάμπες με κίτρινο φως και λέπια κύλησαν στο γραφείο και τσούλησαν  προς το μέρος τους.
«Τι ναι αυτά;» μου πε ο γραφειοκράτης με τα παχιά μάτια
«Τα χαρτιά μου κύριε...» του απάντησα «Ήταν να σας φέρω και κάτι εισιτήρια συναυλιών,πλοίων και τρένων μα δυστυχώς δε τα έχω κρατήσει».
«Κι αυτό εκεί το μαύρο;» με ρώτησε ένας απ’ τους γραφειοκράτες με ενδιαφέρον ενώ οι άλλοι κοίταζαν σιγά σιγά αλλού απογοητευμένοι εμφανώς από την έλλειψη νορμάλ χαρτιών και συστάσεων εκ μέρους μου. Αμέσως κατάλαβα πώς ο τύπος που κοίταξε κάπως καλύτερα στην τσάντα μου σπαταλώντας τον πολύτιμο του χρόνο, ήταν ο «καλός» της υπόθεσης, εκείνος που ήθελε με κάποιον τρόπο να μου δώσει την άδεια.

«Μα κύριε βαρόνε» του φώναξε, διαμαρτυρόμενη για την αποδοχή μου  μια γριά με μπλε ταγιεράκι και καπέλο που το στόλιζε στην κορυφή του το φτερό ενός παρδαλού παπαγάλου και καθόταν στα δεξιά του γραφειοκράτη που μου ‘δωσε και μένα μια ευκαιρία.
«Αφήστε το παιδί να προσπαθήσει, ίσως να χει κάτι να πει» της απάντησε εκείνος, «Εμπρός κύριε Μακρόπουλε» είπε απευθυνόμενος σε μένα  «Αφήστε πια τις λάμπες, τα κίτρινα φώτα και τα εισιτήρια, μεγαλώσατε! δείξτε μας κάτι ενδιαφέρον και θα σας το δώσουμε το χαρτί σας. Μη μας δίνετε επιστολές και βεβαιώσεις δεν πειράζει. Πείτε μας έστω τι είναι αυτό το μαύρο»

Το χέρι μου γλίστρησε στην τσάντα και ανέσυρα τον πολυπόθητο θησαυρό που μου ζήταγαν,  ένα υπέροχο και ταυτόχρονα κοινότυπο μαύρο σουτιέν  που αποτελεί αυθεντικό δείγμα των ομορφότερων κοριτσιών με καταγωγή απ’ τα λαϊκά στρώματα. Αμέσως είδα τον «βαρόνο» να εκστασιάζεται. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές, κι όμως δεν ένιωθα ζέστη.

«Πείτε μας την ιστορία του σουτιέν αυτού κύριε Μακρόπουλε» είπε τρίβοντας τα χέρια του και ξαπλώνοντας ελαφρά προς τα πίσω.
«Ε να» είπα λέγοντας το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό, δηλαδή την αλήθεια «Είναι ένα σουτιέν που βρήκα στο δρόμο και το κράτησα για να κάνω προπόνηση στο πώς ανοίγουν τα σουτιέν, για την απίστευτη περίπτωση οπού βρω ερωτικό σύντροφο»

«Αίσχος», «Τι Μίζερος», «Πώπω...», «Το καημένο το παιδί», «Πάντως την άδεια δεν μπορούμε να του τη δώσουμε» σχολίασαν κοιτάζοντας με αηδιασμένοι οι γραφειοκράτες. Ο βαρώνος τότε έβγαλε τα γυαλιά του και αφού τα καθάρισε μου είπε με ψυχρή και ίσως στο βάθος κοροϊδευτική φωνή, που μαρτυρούσε ότι είχε φτάσει στα όρια του μαζί μου.

«Κοιτάξτε κύριε Μακρόπουλε»
«Ναι πείτε μου»
«Εμείς εδώ χορηγούμε άδειες ύπαρξης»
«Ναι , ναι το ξέρω» είπα με ελπίδα στα μάτια
«Και το σουτιέν που μας δείξατε είναι απλά ένα τυχαίο σουτιέν με το οποίο προπονήστε;»
«Μάλιστα!»
Αναστέναξε
«Πείτε μου κύριε Μακρόπουλε...πίνετε καθόλου;»
«Όχι υπερβολικά»
«Είστε ερωτευμένος αυτή την περίοδο; Μήπως είστε αναρχικός;»
«Όχι και στα δύο, αλλά να...»
«Ναι;»
«Ε σαν παιδί και εγώ...στο παρελθόν....ε διάβαζα λίγο Κροπότκιν και Μαλατέστα»
«Διαβάζατε...
«Ναι»
«Αλλά δεν είστε ούτε κλαψιάρης ούτε και επαναστάτης»
«Όχι»
«Κι ούτε πίνετε»
«Ούτε»
«Κι από χαρτιά μηδέν»
«Απολύτως τίποτα κύριε»

Έπεσε για λίγο σιωπή...δε με κοιτούσε καν πλέον, ενώ και οι υπόλοιποι γραφειοκράτες είχαν από ώρα μπει σε κλασσικές συζητήσεις της κάστας τους και κανέναν εκεί μέσα δεν ενδιέφερα ούτε στο ελάχιστο πλέον. Μόνο ο βαρώνος μου απήθυνε ξανά το λόγο και αυτός μάλιστα για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα.
«Περάστε έξω κύριε Μακρόπουλε και να γυρίσετε μόνο όταν αρχίσετε να πίνετε ή ακόμα καλύτερα όταν αποκτήσετε χαρτιά» είπε ο γραφειοκράτης και γύρισε στη λιμνούλα του.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου