«Γάμησες;» τον ρώτησα όταν τον βρήκα.
«Όχι ρε κάτι μπετά έριχνα»
«Χαχαχαχα, καλό, αλλά για πες λεπτομέρειες»
«Ε τι λεπτομέρειες. Μη φανταστείς, καλά ήταν, δυο φορές το κάναμε»
«Επαφή θα κρατήσετε;»
«Ε, αλλάξαμε skype, αλλά μόνο αυτό»
«Όχι τίποτα άλλο, μήπως έχουμε κάνα πιο σοβαρό άτομο να μας φιλοξενήσει άλλη
φορά»
«Δεν έχεις κι άδικο», συμφώνησε ο Σοφοκλής. «Εσύ τι έκανες;»
«Τίποτα», μουρμούρισα δυσαρεστημένος. «Εκκλησία πήγα»
«Α…γάμησες;»
«Έσωσα την ψυχή μου υποθέτω, το σώμα μου έχει κάτι ενστάσεις»
«Κι η άποψη σου είναι να συνεχίσει να τις έχει. Σωστά;»
«Σωστότατα. Και τώρα τι;»
«Μπύρα;»
«Καφές.Μέσα»
Πήραμε
λοιπόν μια μπύρα και έναν καφέ στην παμπ που καθίσαμε και σε γενικές γραμμές
όλα τσούλησαν ήρεμα. Έμαθα ορισμένες αηδιαστικές λεπτομέρειες για τα σεξουαλικά
κατορθώματα του Σοφοκλή με το ξανθόμαλλο τερατάκι από τη Σλοβακία. Τον θεωρώ
πολύ τυχερό. Εμένα προσωπικά με φτιάχνει πάρα πολύ να ακούω την άλλη να φωνάζει
την ώρα του σεξ σε διαφορετική γλώσσα από τα ελληνικά. Υποθέτω πως απλά είναι
πιο ενδιαφέρον και πιο εξωτικό να ακούς μια ξένη γλώσσα (που μπορεί κάλλιστα
βέβαια να λέει «ΘΕΕ ΜΟΥ ΔΕ ΤΟ ΝΙΩΘΩ ΚΑΝ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΕΟΣ
ΤΟΣΟ ΜΙΚΡΟ!»), παρά ότι έχεις κάποιο πρόβλημα με τα ελληνικά αυτά καθ’ αυτά που
όπως και να το κάνουμε πλάκα έχουν.
Στην παρέα
μας λίγο μετά εντάσσονται ο Αβραάμ που σχολάει από την δουλειά του κι η Μάγδα. Ο Αβραάμ κάνει κάτι πολύ
ενδιαφέρουσες αναφορές σε ένα παρτάκι που γίνεται τις επόμενες μέρες kai για το
οποίο ψηνόμαστε (επιτέλους, ακούσαμε και κάτι καλό από αυτό το παιδί), ενώ
παράλληλα θα μας βγάλει μια βόλτα στα τοπικά mall σήμερα. Αλλά πρώτα θα πάμε σπίτι με
τη Μάγδα να … μαγειρέψουμε να φάμε, γιατί είναι κρίμα να μην μας μαγειρέψει μια
μέρα τώρα που μας έχουν καλεσμένους. Όλως τυχαίως, η ιδέα προέκυψε τώρα που
τους έχουμε γεμίσει το ψυγείο, αλλά δεχόμαστε. Τον ρωτάμε γιατί δεν έρχεται
μαζί μας και μας απαντάει πως υπάρχουν κάτι ‘’δουλίτσες’’ πολιτικής φύσεως που
πρέπει να φροντίσει. Δεν το ψάχνουμε παραπάνω κι ακολουθούμε σαν πιστά σκυλάκια
τη Μάγδα.
«Σόου, ντου
γιου λάικ σλοβάκιαν γούμεν?», μας ρωτάει αυτή στο δρόμο.
«Γες, βέρι ματς», απαντάει ο Σοφοκλής
«Θα απαντούσα αλλά είναι παράνομο», λέω με το πιο ένοχο ύφος που μπορώ να
προσποιηθώ, για να αποκτήσει λίγο ενδιαφέρον ο περίπατος μέχρι το σπίτι. Η
Μάγδα με ρωτάει τι εννοώ, ο Σοφοκλής που χώνεται στο κόλπο εξηγεί πρόθυμα ότι
μου αρέσουν τα δεκάχρονα κοριτσάκια, κάτι που είναι φυσιολογικό στην Ελλάδα,
αφού κι ο Αβραάμ, όσο ζούσε εκεί, είχε σχέση με μια μαθήτρια τετάρτης
δημοτικού. Η Μάγδα χάνει λίγο από το χρώμα της και εκεί , πίσω από τη σημαία
του τρίτου Ράιχ, βλέπεις ξαφνικά λίγα κύτταρα ανθρωπιάς. Θαύμα! Αυτό το
νεοναζιστικό κτήνος, αυτή η δύο επί δύο μέτρα πράκτορας της γκεστάπο και πρώην
χρήστης όποιου ναρκωτικού υπάρχει στην Ευρώπη, είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα
για το κακό που έκανε σε ένα αθώο κοριτσάκι ο σύζυγος της ή τέλος πάντων, το
αγόρι της. Είναι σχεδόν συγκινητική σκηνή, ετοιμάζομαι να της πω ότι κάνω πλάκα
όταν, λίγο πριν φτάσουμε σπίτι, ουρλιάζει μέσα στο αυτί μου:
«ΔΙΣ ΛΙΤΛ
ΣΛΑΤ ΓΟΥΟΝ’Τ ΤΕΙΚ ΑΒΡΑΑΜ ΦΡΟΜ ΜΙ, ΑΙ ΓΟΥΙΛ ΜΕΙΚ ΧΕΡ ΣΑΦΕΡ»
Και παθαίνει
ένα μικρό αμόκ σε αυτό το σημείο. Κανά μισάωρο μετά όμως έχει συνέλθει. Είναι
και πάλι πολιτικός και στρατιωτικός αντιπρόσωπος του τρίτου Ράιχ στη Σλοβακία κι
απλά χαμογελάει με το αστείο μας. «Χαχαχα, βέρι φάνι» λέει κι αναρωτιόμαστε
πόσες καταδίκες σε θάνατο έχουμε ήδη στο όνομα μας. Τέλος πάντων, φτάνουμε
σπίτι, μαγειρεύουμε, το φαγητό ΔΕΝ είναι δηλητηριασμένο, δεν πεθαίνει κανείς, η
κουβέντα είναι υποφερτή και μαθαίνουμε μερικά ενδιαφέροντα πράγματα. Απ’ ότι
φαίνεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση ζήτησε από το κράτος της Σλοβακίας να πάρει χίλιους
Σύριους πρόσφυγες και τελικά η Σλοβακία δέχτηκε και πήρε περίπου εκατόν ογδόντα,
που όλοι τους έπρεπε να αποδείξουν ότι είναι χριστιανοί. Οι διπλανές χώρες,
Ουγγαρία, Ουκρανία, Πολωνία ή ακόμα πιο ανατολικά, σε Λιθουανία, Λετονία κι
Εσθονία, ακόμα χειρότερα. Γενικώς, οι περισσότερες χώρες του ανατολικού μπλοκ
είναι μια καλή απόδειξη για το ότι είτε υπήρχε είτε όχι σοβιετική κατοχή σε
αυτά τα μέρη, αυτή η σοβιετική κατοχή ήταν απαραίτητη, γιατί οι άνθρωποι εδώ είναι
ανίκανοι να μην είναι φασίστες, απολίτιστοι και τελείως μαλακισμένα γλειφτρόνια
της δύσης. «STALIN DID NOTHING WRONG», πως το λέμε ρε παιδί μου. Πάντως, υπάρχουν κι
ωραία πράγματα να μάθεις. Στην Σλοβακία γίνονται αναπαραστάσεις μεσαιωνικών
μονομαχιών, όπου καθημερινοί άνθρωποι ντύνονται με πανοπλίες κι όπλα του
μεσαίωνα και συγκρούονται, πολλές φορές και με άλογα, σε τοπικές πλατείες κατάλληλα διαμορφωμένες στα πλαίσια κάποιων φεστιβάλ. Προσωπικά το βρήκα εκπληκτικό,
κυρίως επειδή αυτά τα ωραία λούμπεν πράγματα εκεί δεν τα έχουν μόνο οι φασίστες
αλλά περισσότερο απλός κόσμος με μεράκι
που του αρέσει να συντηρεί και να κατασκευάζει σπαθιά, βαλλίστρες και κράνη. Είναι
πιο αθώο, δηλαδή, απ’ ότι με τους προγονόπληκτους στα πάτρια ελληνικά εδάφη.
Τέλος πάντων,
αφού φάγαμε, εγώ με τον Σοφοκλή μαζέψαμε το σπίτι, πλύναμε τα πιάτα και λέμε να
την κάνουμε. Πάμε λοιπόν να φύγουμε και –κλασσικά- δεν χωράμε στο διάδρομο
που είναι η παπουτσοθήκη. Παίρνω τα παπούτσια μου και κάθομαι σε μια καρέκλα
κοντά στο διάδρομο να τα φορέσω. Το βλέμμα της Μάγδας με εντοπίζει αλλά δε μου
λέει τίποτα. Υποθέτω, επομένως ότι δεν ξεπέρασα τα όρια. Έπειτα ξεκινάμε να
βρούμε τον Αβραάμ.
***
Έχουμε
μείνει παρεούλα τα τρία μας, δηλαδή εγώ, ο Σοφοκλής κι ο Αβραάμ, αφού η Μάγδα
είχε την ευγενή καλοσύνη να αφήσει τα αγόρια μόνα τους να πάνε για ψώνια.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά
κι έχουμε χαθεί εδώ και μία ώρα περίπου και κάνουμε κύκλους. Εμείς οι δύο,
προφανώς, δεν μπορούμε να βοηθήσουμε και το μυστήριο είναι γιατί δεν μπορεί να
βοηθήσει ο Αβραάμ. Τελικά, εγώ κι ο Σοφοκλής εντοπίζουμε έναν δρόμο, που οδηγεί
σε μια ταμπέλα που μοιάζει να γράφει «Shopping centre»
«Ας πάμε από
εδώ», προτείνω
«Καλύτερα όχι», λέει με επιφύλαξη ο Αβραάμ. Τον κοιτάμε λυσσασμένοι προφανώς
γιατί εκτός του ότι μας έχει βγει η παναγία, δεν θέλει να περπατήσουμε ένα
δρόμο πέντε λεπτών.
«Ποιο είναι το πρόβλημα;», ρωτάει ο Σοφοκλής
«Ο δρόμος δεν είναι ασφαλής» απαντάει ο Αβραάμ με ύφος αξιωματικού που
ενημερώνει μια γριά που κατοικεί στο ισόγειο πολυκατοικίας ότι η ταράτσα της έχει
χτυπηθεί από το πυροβολικό του εχθρού.
«Και γιατί αν επιτρέπεται;»
«ΧΑΖΟΙ ΕΙΣΤΕ; ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΑΝΑΡΙ!» μας φωνάζει ο Αβραάμ. Κοιτάμε και πράγματι δεν
έχει φανάρι, γιατί δεν χρειάζεται καν να περάσεις απέναντι. Πολύ απλά ο δρόμος
είναι φαρδύς, άνετος, έχει χώρο για πεζούς, περνάνε ελάχιστα αμάξια κι αυτά
πολύ σιγά. Πεζοδρόμιο μπορεί να μην υπάρχει ακριβώς, αλλά υπάρχει περίπου ένα
μέτρο χώρος που απαγορεύεται να πατήσουν τα οχήματα κι οι νόμοι στην Σλοβακία
γενικά τηρούνται. Παρόλα αυτά, ο Αβραάμ επιμένει.
«Καλύτερα να
πάμε από εκεί»
Και μας
δείχνει μια γέφυρα στο βάθος που χάνεται μέσα στην ομίχλη. Θα είναι κάνα
μισάωρο από εδώ το λιγότερο, αλλά θα έχει σίγουρα φανάρι, πρώτα η ασφάλεια μετά
η άνεση, σωστά; Λάθος, γιατί αντί να διαφωνήσουμε με τον ψυχάκια, αρχίζουμε
απλά να κατεβαίνουμε τον δρόμο που βρήκαμε και φυσικά, ενάντια σε όλες τις
προβλέψεις που μας ήθελαν νεκρούς, στο τέλος της διαδρομής αναπνέουμε ακόμα κι έχουμε όλα τα μέλη του
σώματος μας εκεί που πρέπει. Ο Αβραάμ προφανώς στραβομουτσουνιάζει. Θα έλεγε
κανείς ότι θα προτιμούσε, όχι να πεθαίναμε βέβαια, αλλά να κινδυνέψουμε να πεθάνουμε,
από δικό μας λάθος κατά προτίμηση, ώστε το στιβαρό χέρι του να μας επαναφέρει
στην τάξη. Τέλος πάντων, με αυτά και με αυτά ένα αηδιαστικό, μεγάλο γκρι κτήριο
ξεπετάγεται μπροστά μας. Αποκλείεται να κάνουμε λάθος είναι το εμπορικό κέντρο.
Φυσικά κάναμε λάθος στην πλευρά, άρα ξοδεύουμε άλλα δέκα λεπτά για να βρούμε την
σωστή είσοδο. Ένα καλό shopping therapy θα μας αποζημιώσει για όλα.
Με το που
μπαίνουμε δεν παθαίνουμε καμία μα καμία έκπληξη. Φθηνός νεοπλουτισμός, μαγαζιά
με ρούχα, μαγαζιά με ηλεκτρονικά, μαγαζιά με ακριβό φαΐ, μαγαζιά με ακριβό καφέ
και -για να είμαστε δίκαιοι- που και που μερικά μαγαζιά με ακριβά γλυκά που
αξίζουν τον κόπο. Αν θέλετε να σημειώσουμε διαφορές με τα mall της Ελλάδας, εδώ ο κόσμος που έρχεται
είναι στα mid 20s του
και πάνω , ενώ πίσω στην πατρίδα γύρω στα δεκαπέντε.
Το κουτί με
τις μαλακίες όμως δεν φαίνεται να κλείνει με τίποτα. Σαν νέος Μωυσής, που
χωρίζει τη θάλασσα στα δύο για να σωθεί ο λαός του από τον Φαραώ (ο οποίος είχε
και κάποιους βάσιμους λόγους να κρατάει κακίες στον Μωυσή), ο Αβραάμ σηκώνει
ψηλά τα χέρια του, ενώ είμαστε στη μέση του εμπορικού και το σόου αρχίζει.
«Ιδού» μας λέει «Η φτώχεια κι η μιζέρια που δήθεν θα έφερνε ο καπιταλισμός στο
λαό μας!» και κατεβάζει τα χέρια του χαμογελώντας, γιατί ήταν τόσο πετυχημένη performance που πειστήκαμε τώρα εμείς. «Ε βέβαια» λέει ο Σοφοκλής «Και στα Mall στην Ελλάδα άμα πας και γαμώ την ανάπτυξη βλέπεις». Εν τέλει
δεν κρατιέμαι και μπαίνω και εγώ στο χορό. «Έλα τώρα ρε Αβραάμ, ακόμα κι εσύ
μπορείς να καταλάβεις ότι κανένας σοβαρός ερευνητής δεν θα μετρούσε τη φτώχεια
και τη μιζέρια μιας χώρας με βάση τα εμπορικά κέντρα. Υπάρχουν επίσημα στοιχεία
από επίσημους κρατικούς φορείς, ή μήπως και οι υπηρεσίες του κράτους πήραν το
μέρος της επανάστασης ξαφνικά;» Όλως περιέργως υποχωρεί. «Είναι αλήθεια,
πάντως, ότι στην ανατολική Σλοβακία υπάρχει μεγαλύτερη φτώχεια». «Φιουφ»,
ανακουφιζόμαστε κάπως εμείς. «Αλλά», συνεχίζει τώρα ο Αβραάμ, «Είναι πολλοί
αυτοί που εκμεταλλεύονται το επίδομα ανεργίας και τα επιδόματα φτώχειας για να
μην δουλεύουν».
«Συγνώμη, κάτι τέτοια δεν έλεγε η Θάτσερ;»
«Δεν με νοιάζει»
«Εγώ πάντως διαφωνώ Αβραάμ» του λέω
«Κοίτα, καταλαβαίνω την οπτική σου. Είσαι φοιτητής, ζεις με τη μάνα σου, δεν
έχεις δουλειά, αλλά εγώ δουλεύω, έχω δικό μου σπίτι , κοπέλα, καταλαβαίνεις, με
ενδιαφέρουν τα κοινωνικά θέματα. Όχι σαν χόμπι, αλλά σοβαρά, πρακτικά» πετάει
σαν πυροβόλο προς το μέρος μου ο Αβραάμ, ΧΩΡΙΣ να καταλαβαίνει ότι με
προσβάλει.
«Κι εγώ πάντως που ξέρω τρεις γλώσσες, δουλειά δεν βρίσκω» λέει ο Σοφοκλής
«Δηλαδή μας λες ότι δεν έχεις κανέναν να σε βοηθήσει να βρεις μια δουλειά στο
εξωτερικό;» του λέει ειρωνικά ο Αβραάμ
«Και να έχεις φίλους» λέω εγώ τώρα, προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου
και να μην πετάξω μια καλή χλέπα σε αυτό το εθνίκι -που ξαφνικά από κομμουνιστής έγινε νεοφιλελέ λούγκρα- «Δε σημαίνει ότι θα ασχοληθούν να σε βοηθήσουν
κιόλας, έτσι;»
«Ναι, μπορεί ο άλλος να θέλει να ασχοληθεί με τη ζωή του, αντί με σένα»μου
απαντάει απαξιωτικά. Και εκεί φρικάρω.
«ΔΕΝ ΕΙΠΑ ΕΓΩ, ΓΑΜΩΤΟ ΜΟΥ, ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΣΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΝΑ ΜΟΥ ΒΡΕΙ
ΔΟΥΛΕΙΑ. ΕΙΠΑ ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑ-ΔΥΟ ΤΗΛΕΦΩΝΑ, ΟΤΑΝ ΚΙ ΑΝ
ΜΠΟΡΕΙ! ΠΩΣ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΕΙΝΑΙ ‘’ΠΑΡΑΤΑΩ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ’’ ΑΥΤΟ; ΜΠΟΡΕΙΣ
ΝΑ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ, ΒΛΑΚΑ ΗΛΙΘΙΕ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕ;».
Αμέσως
βέβαια θυμάμαι ότι ο φίλος μας ο Αβραάμ είναι ένας ψυχωτικός -με την βούλα του
γιατρού- τύπος, που και να τον βρίσεις δεν θα σκεφτεί ούτε για δύο δευτερόλεπτα
αν έχεις δίκιο, αλλά απλώς θα βρει τρόπο να επισημάνει το αν είναι καλύτερος σε
κάτι από εσένα (αν έχει δουλειά πχ), για να βγάλει άκυρη την κριτική σου στο αν
είναι μια πόρνη του καπιταλισμού (που είναι). Επομένως, του ζητάω συγνώμη.
«Ε, δεν
έπρεπε να μιλήσω έτσι, αλλά πραγματικά είναι δύσκολο να βρεις δουλειά στην
Ελλάδα, ξέρεις μας έχει κουράσει η ανεργία». Και δεν λέω ψέματα, ούτε
κλαψουρίζω σε αυτή τη φάση, είναι μια φρικτή κατάσταση κι έχουμε ακόμα να δούμε
πολλά όταν γυρίσουμε.
«Δίκιο έχεις, το παραδέχομαι» λέει κι ο Αβραάμ. Καθόμαστε για συμφιλιωτικό καφέ
οι τρεις μας και έπειτα γυρίζουμε σπίτι. Είναι αρκετά αργά το απόγευμα, άρα
μάλλον δε θα ξαναβγούμε. Ο Αβραάμ μιλάει με τη Μάγδα και εγώ κάθομαι με τον
Σοφοκλή και λέμε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα.
«Διονύση, να
σου πω λίγο ιδιαιτέρως;», μου λέει ο Αβραάμ. Είμαι στις καλές μου όμως, γιατί
έχω ξεκουραστεί κάπως. «Ναι, ό,τι θες» του λέω πρόθυμα και σηκώνομαι.«Ε, πάμε έξω
καλύτερα», μου λέει
«Έξω; Μα κάνει ψοφόκρυο»
«Ε, είναι σοβαρό…», επιμένει, αλλά όχι επιθετικά. Διακρίνω μια νότα ενοχής στη
φωνή του και προφανέστατα βρίσκομαι σε δύο δευτερόλεπτα στα πρόθυρα της κρίσης
πανικού. Τι είναι αυτό το καινούργιο φρούτο;
«Άντε πάμε», του λέω τελικά.
Βγαίνουμε.
Περπατάμε. Περπατάμε κι άλλο. Ο περίπατος συνεχίζει! Τελικά κάνα τέταρτο
διαδρομή μέσα στα χιόνια μετά ο Αβραάμ διατάζει ανάπαυση.
«Έμαθα κάτι,
Διονύση»
«Τι Αβραάμ μου, τι;» (τώρα θα την ακούσω την μαλακία)
«Φόρεσες τα παπούτσια σου μέσα στο σπίτι;»
«Ε;»
«Δε χρειάζεται να το αρνείσαι, παραδέξου το και θα βρούμε μια λύση»
«Μα εγώ όχι, δεν…»
«ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ ΕΜΕΝΑ»
«Κοίτα, αν λες για το πρωί, δεν χώραγα να τα βάλω όρθιος και πήγα και κάθισα σε μια καρέκλα να τα
βάλω και…»
«Τέλος πάντων! Κατάλαβα πολύ καλά ποιες ήταν οι απεχθείς πράξεις σου! Άντε ας γυρίσουμε,
ξεπαγιάσαμε εδώ έξω»
«Μα…»
Και έτσι,
πήραμε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Βραδινή έξοδο δεν είχε. Δεν με
ένοιαζε που καθίσαμε μέσα, ήθελα απλά να κοιμηθώ, δε νύσταζα απλά ήθελα να
ξεχάσω.
***
Το επόμενο
πρωί δεν συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο για μένα και τον Σοφοκλή, με την
εξαίρεση πως κάναμε –προφανώς- όλες τις δουλειές του σπιτιού και κυρίως της
κουζίνας και πως σε δεύτερη φάση, τελειώσαμε κι οι δύο τα βιβλία που είχαμε
κουβαλήσει στη Σλοβακία. Εγώ ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές κάτι τοξικομανείς
που παρατάνε τη ζωή τους για να κάνουν ναρκωτικά, ο Σοφοκλής ένα άλλο που
ανέλυε πως προωθείται η καπιταλιστική ιδεολογία μέσα από τα κόμιξ της Ντίσνεϋ.
Αμφότερα τα βιβλία είχαν το ενδιαφέρον τους αλλά ήμουν ο μόνος από τους δυο μας
που διέκοπτε την ανάγνωση ανά σημεία για να σκουπίσει τα μάτια του, γιατί κάτι
έμπαινε συνέχεια μέσα τους. Και στα δύο…
Τέλος πάντων,
αφού αφήσαμε το σπίτι πεντακάθαρο ντυθήκαμε κι έκανε κι ο Σοφοκλής το χιλιοστό
τσιγάρο της εκδρομής μας. Όταν θα έχει αναπνευστικά προβλήματα στα πενήντα του,
θα θυμηθεί τον Διονύση, τον καλό του φίλο που του τα έλεγε. Για την ώρα όμως,
αφού έχουμε και πάλι τα κλειδιά στα χέρια μας, τα στρίβουμε πάνω στην κλειδαριά
και «Σουσάμι άνοιξε!», η πόρτα ανοίγει κι όλη η Μπρατισλάβα είναι στα πόδια
μας. Εμπρός λοιπόν.
Για αρχή ένα
βιετναμέζικο εστιατόριο. Μπορεί να είναι πρωί αλλά θα σκοτώναμε, κατά προτίμηση
τους οικοδεσπότες μας, για κανονικό φαγητό. Δυο μεγάλα σνίτσελ έρχονται προς το
μέρος μας. Θεωρητικά σήμερα το Βιετνάμ είναι ακόμα μια χώρα που οικοδομεί
σοσιαλισμό και πρέπει να βρίσκεται στο όγδοο ή ένατο ή κάτι τέτοιο πεντάχρονο
πλάνο. Πρακτικά δεν ξέρω τι γίνεται κι ο Σοφοκλής με αποτρέπει τελευταία στιγμή
από το να ρωτήσω τον σύντροφο ιδιοκτήτη και μάγειρα του εστιατορίου (μεγάλα
μουνόπανα οι αυτοαπασχολούμενοι, να ξέρετε). Δυστυχώς, δεν με αποτρέπει από το
να ζητήσω νερό και λαμβάνω την απάντηση «Οφκόρς, ουάν γιούρο» κι έτσι, έχοντας
χάσει αρκετές τρίχες από το κεφάλι μου, πληρώνω ένα ευρώ για μισό λίτρο νεράκι.
Που είσαι Χο Τσι Μινχ να δεις τα παιδιά
σου.
Τέλος πάντων,
μετά από αυτά κάνουμε μια βόλτα στα μέρη που πήγαμε τις προάλλες μήπως και
ξαναπετύχουμε τα κορίτσια, κάτι που –προφανώς- ήθελε περισσότερο ο Σοφοκλής απ’
ότι εγώ. Δεν έχουμε καμία τύχη φυσικά κι έχοντας πάρει φόρα απ’ το βιετναμέζικο,
ψηνόμαστε να σπάσουμε τον κώδικα της μη κατανάλωσης αλκοολούχων νωρίς το πρωί
με μία βότκα των 0,85€. Αλλά τελευταία στιγμή το σώζω, προτείνοντας φυσικό χυμό
πορτοκάλι για να πατσίσω τη γουρουνιά μας με το σνίτσελ. Βρίσκουμε ένα ωραίο
μέρος, στα ανατολικά της πόλης κάνα τέταρτο από το σπίτι μας και καθόμαστε και,
Ω ΘΕΟΙ, είναι αλήθεια, βρίσκουμε ΦΡΑΠΕ. Προσφέρεται ως «Greek Coffee» κι είναι πράγματι greek γιατί είναι ο μοναδικός καφές μέχρι
στιγμής σε ελληνική τιμή. Τρία ευρώ παρακαλώ. Παραγγέλνουμε δύο.
Όμως, τελικά,
πούτσες μπλε. Ο καφές δεν είναι καφές, είναι ένα (ωραίο πάντως) γυάλινο ποτήρι
γεμάτο μέχρι πάνω με ελαφρώς χτυπημένο γάλα με πάγο στο οποίο ατέχνως έχει
προστεθεί λίγη καφεΐνη. Πίνεται. Πίνεται πιο ευχάριστα από τους περισσότερους
καφέδες που έχουμε πιεί εδώ πέρα ή μάλλον από όλους, αλλά φραπές δεν είναι. Δεν
το παίζω «Ελλάς-Ορθοδοξία-Ολυμπιακός-Φραπές», τουναντίον δεν βλέπω και πολύ μπάλα,
αλλά στα μέρη μας ξέρουν από καφέ. Τέλος πάντων. Τον πίνουμε κυριολεκτικά και
μεταφορικά και ζητάμε λογαριασμό, δηλαδή έξι ευρώ. Τίποτα τραγικό. Η
παχουλοκομψή σερβιτόρα με ένα χαμόγελο μας ρωτά:
«Κας ορ
κρέντιτ?»
Άλλο πάλι
και αυτό. Απ’ ότι φαίνεται, δεν είναι αυτονόητο ότι τέτοια ποσά, δηλαδή κάτω
από δέκα ευρώ τα πληρώνεις με μετρητά και κατά προτίμηση, με κέρματα. Έχουμε
μια πιστωτική μαζί μας, είναι η αλήθεια, της μάνας μου, αλλά μόνο για ώρα
ανάγκης καθώς πρέπει να βγουν λεφτά από εκεί για να πληρωθεί η επόμενη δόση του
χειρουργείου που έκανε ο πατέρας μου. Πονεμένες ιστορίες μα τι τα θες. Απαντάμε
λοιπόν «Κας θενκ γιου». Πληρώνουμε, αφήνουμε κι ένα ευρώ φιλοδώρημα για να μην
σχολιαστεί και πολύ αρνητικά το ότι ήρθαν δυο «Γκρικς» να πάρουν «Γκρικ κόφι»
και φεύγουμε. Αποφασίζουμε να κατασκηνώσουμε στην πάμπ μέχρι να σχολάσει η
Μάγδα κι ο Αβραάμ, αλλά πρώτα θα κάνουμε μια μεγάλη βόλτα για να δούμε όσα
περισσότερα αξιοθέατα μπορούμε. Με το τραμ, εννοείται, γιατί έχουμε πατήσει τα
εικοσιπέντε πια και που κουράγιο για περπάτημα.
***
Δεν είδαμε
και τίποτα τρομερά ενδιαφέρον στη διαδρομή μας, πλην ενός γοτθικού ναού κι ενός
αντιφασιστικού μνημείου που στο πρώτο εγώ προσευχήθηκα και στο δεύτερο βγάλαμε
φωτογραφίες μαζί με τον Σοφοκλή. Κατόπιν μιας που μεσημέριασε για τα καλά και
περιμένουμε τη Μάγδα να έρθει να μας δει και να πάρει και τα κλειδιά ΤΗΣ
απολαμβάνουμε, ακόμα κι εγώ, μια τοπική σλοβάκικη μπύρα. Μαύρη σαν τις ζωές
μας, γλυκιά σαν τα φιλιά που μας εξασφάλισαν μια καλή θέση στη κόλαση, τι τα
θες; Είμαστε στο δεύτερο γύρο και χαζογελάμε, σχολιάζοντας διάφορα συμβάντα της
εκδρομής μας με το ηθικό μας αναπτερωμένο κάπως, όταν το τηλέφωνο του Σοφοκλή
χτυπά. Απ’ ότι καταλαβαίνω, είναι ο Αβραάμ. Ακούω μόνο τι του απαντάει ο φίλος
μου όμως.
«Ναι»
«Δηλαδή;»
«Μα…»
«Δεν καταλαβαίνω όμως…»
«Σε παρακαλώ εξήγ…»
«Ποια φώτα;»
«Καλ…»
Και το
τηλεφώνημα τελειώνει εκεί. Ο Σοφοκλής έχει ασπρίσει κάπως, πράγμα που για ένα
μέλος, πρώην έστω, ενός ημιπαράνομου κόμματος στην Τουρκία είναι σπάνιο και
κοιτάει ακόμα το κινητό του. Περιμένω να γυρίσει προς το μέρος μου αν και δεν
περιμένω τίποτα καλό. Τον ενθαρρύνω.
«Ποιος ήταν ρε;» ρωτάω.
«Ποιος άλλος;»
«Ο ποιητής;» (έτσι αποκαλούσαμε τον Αβραάμ, λόγω μιας ποιητικής συλλογής που
είχε κυκλοφορήσει μερικά χρόνια πριν, από τον εκδοτικό «ΧΡΥΣΟ ΓΕΝΟΣ» στην
Αθήνα)
«Εμ! Φυσικά αυτός»
«Και τι ήθελε; Γιατί είσαι έτσι μουτρωμένος;»
«Ρε τον άκουσα πολύ περίεργα στο τηλέφωνο»
Λες και ακούγεται και ποτέ
φυσιολογικά ο συγκεκριμένος στο τηλέφωνο, στο ιντερνέτ ή σε οποιοδήποτε τρόπο
επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης και της ομιλίας, των
ταχυδρομικών περιστεριών και των σημάτων καπνού.
«Ε πες τα
μου όλα αναλυτικά, μπας και βγάλουμε άκρη» του απάντησα
«Άρχισε να φωνάζει ότι είναι πολύ απογοητευμένος, ότι η Μάγδα δε θα έρθει…»
«0-1 για την Ελλάδα απέναντι στη Σλοβακία, ηρωικό γκολ εκτός έδρας», τον
διέκοψα σχολιάζοντας τα καλά νέα, είχαμε απαλλαχθεί έστω από εκείνο το
κακομούτσουνο Ναζιστόρκ.
«Μάλλον 5-1 περισσότερο», σχολίασε πικρόχολα ο Σοφοκλής, που δεν συνερχόταν με
τίποτα από την ψυχρολουσία του τηλεφωνήματος και συνέχισε. «Έπειτα είπε κάτι
για ανάμενα φώτα και να αγοράσουμε καθαριστικό τουαλέτας».
«Α…», σχολίασα αρχίζοντας να βγάζω κάποιο, ελάχιστο νόημα.
«Ναι», είπε κι ο Σοφοκλής, «Εμείς θα καθαρίσουμε λέει και θα έρθει να μας βρει
στο σχόλασμα από τη δουλειά του, να μην κάνουμε ούτε βήμα από την παμπ λέει. Είπε
κι άλλα, δεν τα κατάφερα να ξεχωρίσω τις λέξεις όμως».
Του έκανα
ένα φιλικό πατ-πατ στον ώμο. Κανένας ποτέ δεν έβγαζε ΟΛΕΣ τις λέξεις που πέταγε
ο Αβραάμ κι ο Σοφοκλής ήταν πολύ στεναχωρημένος εκείνη τη στιγμή για να του
κάνω την οποιαδήποτε παρατήρηση. Έπρεπε όμως να το συζητήσουμε για να βγάλουμε
κάποια άκρη.
«Ωραία, ας τα βάλουμε κάτω» πρότεινα
«Εντάξει», συμφώνησε κι αυτός δειλά-δειλά
«Πρώτα απ’ όλα» του λέω, «Τι σου είπε ακριβώς για τα φώτα;»
«Δεν μου εξήγησε ή εγώ δεν κατάλαβα, αλλά νομίζω ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με δαύτα.»
«Και η Μάγδα είναι δηλαδή θυμωμένη μαζί μας για τα φώτα;»
«Όχι, για την τουαλέτα»
«Τι κάναμε στην τουαλέτα;»
«Δεν ξέρω. Πάντως πρέπει να αγοράσουμε καθαριστικό τουαλέτας και να του την
καθαρίσουμε»
«ΘΑ ΤΟΥ ΑΓΟΡΑΣΩ ΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΤΟΥΑΛΕΤΑΣ, ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΔΩΣΩ ΝΑ ΤΟ ΠΙΕΙ
ΤΟΥ ΓΑΜΗΜΕΝΟΥ», άρχισα να φωνάζω παθαίνοντας μια μικρή κρισούλα μέσα στην πάμπ
αλλά μόνο εμείς μιλάγαμε ελληνικά εκεί πέρα. Άρα, τι κι αν έλεγα για
καθαριστικά τουαλέτας, τι κι αν έλεγα πόσο ανώριμη κι αναίσθητη είναι η πρώην
μου, το ίδιο τους έκανε. Συνήλθα όμως.
«Δε με έχουν
ξαναπροσβάλει τόσο πολύ, ισχυρίζεται ότι χέσαμε στην τουαλέτα και δεν πατήσαμε
καζανάκι;»
«Δεν το είπε αυτό επί λέξει, αλλά τι άλλο μπορεί να είναι;» είπε με ειλικρινή
απορία ο Σοφοκλής.
Και σε αυτό
το σημείο άρχισε μια παλαβή συζήτηση. Όποιος από τους θαμώνες ήξερε ελληνικά -που
ευτυχώς μάλλον κανένας δεν ήξερε- είχε την ευκαιρία να θαυμάσει δυο Έλληνες,
γύρω στα εικοσιπέντε, να κάθονται στα σοβαρά-σοβαρά σε ένα τραπέζι και να σημειώνουν
σε ένα χαρτί σε πόσα δωμάτια του σπιτιού μπήκαν το πρωί κι αν άφησαν κάποιο φως
ανοιχτό. Ο ένας επιτηρούσε τον άλλο αν έλεγε ψέματα. Κι ακόμα χειρότερα, όταν
τέλειωσε η συζήτηση για τα φώτα, στο χαρτί άρχισαν να υπολογίζονται με
μαθηματική ακρίβεια, πόσες φορές πήγε τουαλέτα ο καθένας, τι ακριβώς πήγε να
κάνει κι αν τράβηξε καζανάκι. Επειδή η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή, οι δυο
συνομιλητές δεσμεύτηκαν να πουν την αλήθεια και μόνο την αλήθεια και κατέληξαν
ότι, στην χειρότερη να άφησαν δυο φώτα ανοιχτά και πως αν έγινε κάτι στο μπάνιο,
αποκλείεται να ήταν κάτι ορατό στο γυμνό μάτι καθώς ήξεραν κι οι δύο ότι ο
φίλος τους είναι ψυχασθενής και πρόσεχαν δέκα φορές παραπάνω απ’ ότι σπίτι
τους. Η συζήτηση κράτησε κοντά δύο ώρες και κατέληξε σε ένα εύλογο συμπέρασμα.
«Μαζεύουμε
τα πράγματα μας και φεύγουμε»
«Ναι»
«Πάμε τώρα κιόλας να κλείσουμε δωμάτιο»
«Έγινε»
Τώρα, βέβαια,
αυτό μια κουβέντα ήταν. Αν δε φύγεις από το σπίτι του άλλου όταν είναι τελείως
μαλάκας δεν έχεις αξιοπρέπεια, αλλά η αξιοπρέπεια έχει το κόστος της φυσικά. Αχ
Σλοβακία. Δεν στα λέγαμε για τον καπιταλισμό; «Πώς θα πληρώσουμε το δωμάτιο
Σοφοκλή;». «Έλα μου ντε», απαντάει αυτός. Βάζουμε κάτω ότι λεφτά μας έχουν
μείνει και φτάνουν ή για δωμάτιο ή για φαγητό, νερό και λοιπές μετακινήσεις και
βασικά έξοδα. «Θες να μη φάμε τίποτα για λίγο καιρό;», προτείνω. «Δυσκολάκι»
μου απαντάει «Έχω ακούσει επίσης» του αναφέρω, «Ότι σε κάποιες ευρωπαϊκές
χώρες, πολλοί νέοι δοκιμάζουν να ζήσουν λίγο καιρό σαν άστεγοι». «Δεν μου
φαίνεται ωραία ιδέα», λέει κι αυτός και ανακουφίζομαι, αφού από μέσα μου ήλπιζα
να αρνηθεί. Ωραία, λοιπόν, μένουν δυο λύσεις. Ή βάζουμε το πουλί του Αβραάμ στο
στόμα μας και το πιπιλάμε λέγοντας παράλληλα «Συγνώμη-συγνώμη, δε θα το
ξανακάνουμε Άρχοντα! Πιθανότατα απλώς φαντάζεστε πράγματα, αλλά ακόμα και για
αυτά συγνώμη» ή αλλιώς πάμε στην πιστωτική της μάνας μου. Αυτό σημαίνει δύο
πράγματα. Ότι ο χειρούργος θα πάρει μεθαύριο περίπου διακόσια ευρώ λιγότερα απ’
όσα υπολογίζει, η μάνα μου θα με σκοτώσει -και δικαίως-ενώ ο Σοφοκλής επίσης θα
αναγκαστεί να μου χρωστάει τα μισά και να τα ζητήσει απ΄ τους γονείς του.
Καθόλου ευχάριστο. Επιλέγουμε την πιστωτική όμως. Όχι άλλη πούτσα του Αβραάμ
στο στόμα, όχι άλλος ψυχωτικός νεοναζισμός, σχεδόν πετάμε προς το ξενοδοχείο
(ότι πιο φθηνό υπήρχε) και κλείνουμε ότι πιο σάπιο βρίσκουμε σε δίκλινο. Είναι
όντως περίπου διακόσια ευρώ. Προσπαθούμε να το χωνέψουμε κάπως κι επιστρέφουμε
στην παμπ. Εκεί αποφασίζουμε να περιμένουμε τον Αβραάμ και να δούμε τι θα μας
πει. Ξέρουμε ότι μπορούμε να τον ξεχέσουμε απλά, αλλά πρώτον, φοβόμαστε γιατί
παίζουμε τελείως εκτός έδρας, δεύτερον, έχουμε ειλικρινή περιέργεια για το τι
θα ακούσουμε και τρίτον, ακόμα και τώρα δε θέλουμε να χαλάσουμε τελείως τις
καρδιές μας. Καλοί μαλάκες και εμείς.
Καθόμαστε
λοιπόν ξανά στην παμπ και περιμένουμε τον ‘’φίλο’’ μας, τον οποίο παρεμπιπτόντως
θα χρειαστούμε για να πάρουμε τις βαλίτσες. Λίγη ώρα μετά φτάνει και
επιδεικτικά φουσκώνει τα μπράτσα του μπροστά μας. «Ωχ Παναγιά μου και Χριστέ
μου» λέω από μέσα μου. «Παραιτούμαι από κάθε μνησικακία κι εκδίκηση Θεούλη
μου, πήγαινε με σπίτι μου» προσεύχομαι, αλλά δε γίνεται τίποτα. Ο Αβραάμ
κάθεται στο τραπέζι μας.
«Επ! Τι
γίνεται παίδες;» μας λέει εύθυμα. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας,
αλλά εμείς το μυριζόμαστε.
«Καλά Αβραάμ, εσύ;» του λέω ήρεμα. «Ήθελες να μας μιλήσεις για κάτι;»
«Α, καλά μωρέ, σιγά, μια μικρή παρεξήγηση ήταν, δεν έγινε τίποτα»
«Στο τηλέφωνο πάντως», προσπαθώ να πιέσω κάπως, «Ακούστηκε σοβαρό»
«Ε βέβαια» λέει και ο Σοφοκλής, «Εδώ δεν ήθελε να έρθει να μας δει η Μάγδα»
«Επειδή ήταν κουρασμένη καλέ, όχι ότι έχει το οποιοδήποτε πρόβλημα μαζί σας
παιδιά. Πώς πιστέψατε κάτι τέτοιο;», λέει ο Αβραάμ και κάτι σπάει στη φωνή του
καθώς μιλάει, σαν να τον πονάνε οι λέξεις που χρησιμοποιεί. Δεν θα έπειθε ούτε
το ζόμπι του Τσάμπερλεν φυσικά.
«Μάλιστα»,
του λέω, «Και τι φάση με τις τουαλέτες και τα φώτα κι αυτά;»
«Α τίποτα μωρέ, σιγά»
«Ε, για πες μας να καταλάβουμε», πρεσάρει ασφυκτικά κι ο Σοφοκλής. Αλλά δύο σε
έναν είναι φαουλάκι και μοιάζει να τσιμπήσαμε κόκκινη.
«Η ΜΑΓΔΑ
ΓΥΡΙΣΕ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΒΡΗΚΕ ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ. ΕΤΣΙ ΚΑΝΕΤΕ ΣΠΙΤΙΑ ΣΑΣ, ΡΕ ΡΕΜΑΛΙΑ;
Ε; Ε; E;» ουρλιάζει τώρα ο Αβραάμ που αρκετά άντεξε τις διαπραγματεύσεις. «Δυο
φώτα το πολύ Αβραάμ, όχι όλα, δεν μπήκαμε στα άλλα δωμάτια καν», εξηγούμε, αλλά
δεν καταφέρνουμε τίποτα κι αυτός συνεχίζει στον ίδιο τόνο χτυπώντας με δύναμη τις
γροθιές του στο τραπέζι:
«Η ΜΑΓΔΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ, ΣΑΝ ΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΚΑΝΑΤΕ ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΑ
ΦΩΤΑ; ΘΕΛΑΤΕ ΝΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΤΕ; ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΜΟΥ; ΤΙ ΣΑΣ ΕΚΑΝΑ
ΛΟΙΠΟΝ; AΛΛΑ ΒΕΒΑΙΑ, ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ, ΟΙ ΥΠΗΡΕΤΕΣ ΠΑΝΤΑ ΣΥΝΩΜΟΤΟΥΝ ΓΙΑ ΝΑ ΡΙΞΟΥΝ ΤΟ
ΒΑΣΙΛΙΑ. ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΟΙ ΑΥΛΙΚΟΙ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΕΡΙΧΝΑΝ ΤΙΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ. ΠΕΙΤΕ ΛΟΙΠΟΝ
ΓΙΑΤΙ ΚΑΝΑΤΕ ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΓΔΑ.»
Τι θέλω να του απαντήσω: Η
Μάγδα δεν είναι σαν τη μάνα σου (που την έχω γνωρίσει και είναι καλή, ήρεμη
κυρία). Είναι ένα νεοναζιστικό τέρας που παλιά χαπακωνόταν αβέρτα. Εκτός αν μας
κρύβεις την ιστορία της μάνας σου.
Τι του απαντάω τελικά: Αβραάμ,
ξέρεις, σε μερικές κουλτούρες το να αφήσεις ανοιχτά δύο φώτα, σίγουρα δε σε
κάνει υποψήφιο για το νόμπελ ειρήνης, αλλά οπωσδήποτε δεν αποτελεί αφορμή
έναρξης του παγκόσμιου πολέμου που ξεκινάς αυτή τη στιγμή. Νομίζω ότι
παραφέρεσαι.
Τα λόγια μου
φέρνουν ένα κάποιο αποτέλεσμα, έχει ξεσπάσει κι αυτός κι υποχωρεί κάπως. «Ναι,
έχεις δίκιο», μου λέει. «Απλά είναι η πρώτη φορά που στήνω σπιτικό γιατί,
ξέρεις, εγώ έχω πετύχει στη ζωή μου κι είναι λογικό να έχω κάποιο άγχος που να
με κάνει υπερβολικό προς άτομα που ακόμα ζούνε με τη μάνα τους και τον πατέρα
τους. Δεν έπρεπε να το τραβήξω τόσο, καλά μου είπες»
Καταλαβαίνω
ότι είναι ότι πιο κοντά σε συγνώμη θα πάρω ποτέ και τη δέχομαι. «Εντάξει, φίλε
μου», του λέω. «Και με την τουαλέτα τι έγινε;»
«Απλά», ξεκινάει, «Η Μάγδα μου είπε ότι γύρισε σπίτι, την είδε λερωμένη και
φρίκαρε, δεν ξέρω τίποτα άλλο», μας λέει και γέρνει ξεθεωμένος στην καρέκλα. Σε
αυτό το σημείο υποψιάζομαι ότι φταίει κάπως κι εκείνη η νεοναζίστρια σκρόφα. Το
μαλακισμένο από εδώ έχει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, αλλά όντως δεν
έχει προλάβει να πάει σπίτι του, άρα απλά έχει έρθει να μας μαλώσει γιατί τον
μάλωσε η γκόμενα του. Θλιβερό, αλλά δεν μπορώ να το επισημάνω ως έχει, θα ήταν
τρομερή έλλειψη τακτ εκ μέρους μου.
«Κοίτα να
δεις Αβραάμ, το συζητήσαμε αναλυτικά, όσο δυσάρεστο κι αν ήταν με τον Σοφοκλή»,
ο οποίος στο μεταξύ σιγοντάρει τη συζήτηση δημιουργικά, «Και καταλήξαμε ότι και
κάτι να έχει γίνει, ήταν ατύχημα και σίγουρα όχι τόσο μεγάλο που να δικαιολογεί
την κατσάδα που ακούσαμε. Φοβάμαι πως δεν ταιριάζουμε στην συγκατοίκηση.
Αποφασίσαμε λοιπόν να φύγουμε».
«Όχι ρε
παιδιά»
«Και που θα πάτε ρε παιδιά»
«Μια κουβέντα είπα ρε παιδιά»
«Θα στεναχωρηθεί η Μάγδα ρε παιδιά»
«Μη το
πάρεις προσωπικά βρε Αβραάμ μου, θα συνεχίσουμε να είμαστε φίλοι, σε ένα
συγκεκριμένο πράγμα δεν κολλάμε», του εξηγήσαμε υπομονετικά ξανά και ξανά.
Έπειτα πήρε τηλέφωνο την Μάγδα και της τα είπε.
«Είναι πολύ
στεναχωρημένη και μου είπε να μάθω στο εξής να προσέχω τους τρόπους μου»
Τι θέλω να πω: Να μας τσοντάρετε τα μισά λεφτά για
το ξενοδοχείο δεν σου είπε, ε;
Τι λέω: Δε μου λες, βρε Αβραάμ,
επειδή δεν ξέρουμε αν θα έχουμε να φάμε μέχρι να φύγουμε, μήπως να μας δίνατε
εκείνα τα λεφτά από τότε με τη Νόνα που πληρώσαμε εμείς;
Φτάνουμε
σπίτι τους να πάρουμε τα πράγματα μας. Εννοείται ότι η Μάγδα λυπήθηκε τόσο για
την αναχώρηση μας. που μάζεψε σε δέκα λεπτά στρώματα και σκεπάσματα. Ελπίζω να
καταφέρει να κοιμηθεί το βράδυ. Τέλος πάντων, λέμε να φάμε όλοι μαζί, ψωμί κι
αλάτι, μάλιστα προθυμοποιείται η κοπέλα -σε μια ενδιαφέρουσα κίνηση καλοσύνης-
να μας πλύνει τα ρούχα. Λέμε «Όχι ευχαριστώ».
Παρόλο που
λέμε «Όχι ευχαριστώ», ο Αβραάμ σηκώνεται όρθιος και με βλοσυρό ύφος σχολιάζει:
«Ναι να τα πλύνεις, αλλά» και γυρίζει προς το μέρος μας, «άμα έχετε κανένα
λερωμένο εσώρουχο, αυτό θα είναι πρόβλημα». «Συγνώμη, δεν χέζετε εδώ μέσα;» τον
ρωτάω. Γελάμε. Ωραία ατμόσφαιρα.
Αργότερα φεύγουμε για το ξενοδοχείο. Με τις βαλίτσες μας βοηθάει ο
Αβραάμ, που θα έρθει μαζί μας για μια μπίρα. Εννοείται φυσικά πως δεν μας
έδωσαν πίσω ούτε τον καφέ που τους αγοράσαμε.
***
Το βράδυ της
μετακόμισης δεν έγινε και τίποτα εξαιρετικό, μια τυπική μπύρα σε ένα τυπικό
μαγαζί. Αν εξαιρέσεις φυσικά έναν μεθυσμένο κωλόγερο που ήρθε και έπεσε πάνω
μας. Δεν το έκανε ακριβώς επίτηδες, όχι μόνο γιατί ήταν μεθυσμένος, αλλά γιατί
ήταν και τυφλός σχεδόν.
Προσπαθήσαμε να τον βοηθήσουμε φυσικά, γιατί ο Ιησούς
λέει πως αν δεν τα κάνουμε για τους άλλους, είναι σαν να μην τα κάνουμε για
Αυτόν. Αυτή είναι η δικιά μου λογική τουλάχιστον δεν ξέρω γιατί βοήθησαν οι
υπόλοιποι. Πάντως, λίγο πριν βάλουμε τον καημένο τον άνθρωπο σε ένα ταξί, μια
γριά μας κυνήγησε και άρχισε να μας φωνάζει να αφήσουμε το γέρο. Λίγο αργότερα
ο Αβραάμ μας εξήγησε τι παίχτηκε. Η σκατόγρια ήταν η γυναίκα του και μας είπε
«Να κοιτάτε τη δουλειά σας» και «Είναι μεθυσμένος και τυφλός ας πρόσεχε» και,
γενικότερα, ήταν λαμπρό παράδειγμα ανθρώπου που αποδεικνύει πόσο σωστό είναι το
ρητό «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι». Δεν ξέρω πόσο ήταν ο μπάρμπας, αλλά αυτή είχε
πατήσει τα ενενήντα.
Αλλά σήμερα
επιτέλους θα περάσουμε πραγματικά καλά. Όχι ότι έχω παράπονο, τα πραγματικά
προβλήματα θα έρθουν όταν γυρίσουμε Ελλάδα και πρέπει να εξηγήσουμε την απώλεια
των χρημάτων, αλλά τουλάχιστον τώρα έχουμε απόλυτη ελευθερία κινήσεων χωρίς νεοναζί πάνω από το κεφάλι μας. Και το
κυριότερο. Σήμερα το βράδυ έχει τρελό παρτάκι λίγο έξω από τη Μπρατισλάβα, ο
Αβραάμ λέει ότι είναι λίγο κόπος να πας αλλά θα τον ψήσουμε. Είναι και πέντε
ευρώ είσοδος επίσης, αλλά προτιμώ να μην φάω, κάτι που είναι πολύ ρεαλιστικό να
συμβεί όπως το πάμε, παρά να χάσω καλό παρτάκι με μπόλικο κόσμο στο μοναδικό
μου Σάββατο στην καρδιά της δεσποινίδος Σλοβακίας.
Όσο για τον
Σοφοκλή, το σκέφτεται λίγο παραπάνω από εμένα αλλά τελικά στην σκέψη ότι θα
έχει πολλές, ωραίες και πιθανώς αρκετά μεθυσμένες για να του κάτσουν από μια
ώρα και έπειτα γυναίκες, κάμπτεται κάθε αντίστασή του. Μπορεί να είμαστε ώριμοι
εικοσιπεντάρηδες, αλλά φερόμαστε περισσότερο σαν παιδάκια σε πενθήμερη. Δηλαδή,
από το πρωί ψάχνουμε να βρούμε που είναι ακριβώς το μέρος, τι παίζει από τιμές,
τι κόσμος θα πάει (ζήτω το facebook!) και κάνουμε ηλίθιες συζητήσεις:
«Θα
γαμήσουμε τίποτα;»
«Εσύ μπορεί, εγώ είμαι αφιερωμένος στην πίστη μου»
«Ρε σοβαρά τώρα, τα εννοείς αυτά που λες ή μας δουλεύεις όλους;»
«Δεν είναι θεολογικό το θέμα φίλε μου, απλά θέλω μεγαλύτερη πνευματικότητα στη
ζωή μου», του απαντάω
«Δηλαδή θα έλεγες όχι σε μια 17χρονη, ας πούμε»
«Δε νομίζεις ότι υπάρχει κάτι το ανήθικο ακόμα και σε μια συναινετική σχέση
μεταξύ μιας 17χρονης και ενός 25ρη;»
«Α εντάξει, πουλάς τρελίτσα με το κιλό. Διονύση ξανάρχισε τα ναρκωτικά! Σήμερα
στο πάρτι είναι η ευκαιρία σου»
«Γιατί παίρνουν ναρκωτικά αυτοί οι φλώροι οι Σλοβάκοι;»
«Δεν έχω ιδέα, θα μάθουμε πάντως» μου είπε ο φίλος μου.
Κατά τα άλλα
λεφτά είχαμε λίγα, πήραμε ακόμα λιγότερα γιατί δεν τα ξέραμε και τόσο καλά τα
μέρη. Ο Σοφοκλής ντύθηκε αξιοπρεπώς, εγώ θα ντυνόμουν επίσης αξιοπρεπώς αν δεν
είχε μείνει λίγο οδοντόκρεμα πάνω στο πουκάμισο που φόρεσα την οποία ανακάλυψα
αφού φτάσαμε στο κλαμπ, το οποίο ήταν χτισμένο μέσα σε παλιό σοβιετικό
καταφύγιο προορισμένο για πυρηνικό πόλεμο. Όταν λέμε παίζω εντός έδρας, παίζω
εντός έδρας. Πληρώνουμε είσοδο εγώ, ο Αβραάμ και ο Σοφοκλής και μπαίνουμε.
Τσακ! Κάτι
μου έριξαν στο ποτό, δεν γίνεται. Α, βασικά δεν έχω πιεί τίποτα ακόμα. Ναι,
βλέπω μια χαρά.
Μπροστά μας
λοιπόν στο μαγαζί, υπό ήχους καθαρά ηλεκτρονικής αλλά ευχάριστης μουσικής,
κάνει παρέλαση όλη η νεολαία της Σλοβακίας ντυμένη στα πιο παρδαλά χρώματα. Ο
μόνος στο μαγαζί που φοράει ένα χρώμα είμαι εγώ, ο μόνος στο μαγαζί που φοράει
μαύρο χρώμα είμαι εγώ. Φυσικά δε νιώθω άσχημα, αυτοί είναι καθυστερημένοι που
υιοθέτησαν ότι μαλακία τους πέταξαν από την Αμερική, εγώ τουλάχιστον υιοθέτησα
ότι μαλακία μου πέταξαν τα Εξάρχεια.
Καθόμαστε
πίνουμε μία, πίνουμε δύο και τρεις μπυρίτσες και χορεύουμε. Έχω ενάμιση μήνα
που πίνω αντικαταθλιπτικά κι έχουν αρχίσει να κάνουν δουλειά. Εκπροσωπώ την
Ελλάδα επάξια στο χορό ή, τέλος πάντων, την παρέα μας. Ένας τύπος μας πλησιάζει
και μας λέει: «Γιού γουόντ έκστασι?». Δε θέλω τις μαλακίες του, αυτά μας
έλειπαν τώρα, αλλά θέλω να μάθω περισσότερα για το πώς βλέπουν τα ναρκωτικά σε
αυτά τα μέρη. «Σο γίου τέικ εκστάσι χίαρ?», τον ρωτάω κι ο τύπος γελάει. Με
χτυπάει στον ώμο, πετώντας ένα συγκαταβατικό «Γιού γιούζ του ματς μάι φρεντ»
και φεύγει. Κοιτάω πιο προσεχτικά γύρω, είναι προφανές πως πάνω από τους μισούς
είναι χαπακωμένοι του κερατά κι απορώ πως δεν μου έκοψε. Είναι δώδεκα τα
μεσάνυχτα μόνο, δεν πίνουν πολύ αλκοόλ και χορεύουν πωρωμένα μεν σαν ζόμπι δε.
Καημένη Ευρώπη, δουλειά τις καθημερινές, ναρκωτικά το Σάββατο, κάποτε θα σου
κάνουν υποχρέωση και τα ναρκωτικά και να δω πώς θα διασκεδάζεις τότε. Τέλος
πάντων, δεν με πιάνει μελαγχολία, περνάμε υπέροχα άλλωστε και χτυπάμε κι από
ένα ουίσκι. Τσακ! Ένα χέρι με τραβάει από τον ώμο.
«Ρε κοίτα
εκεί», μου λέει ο Σοφοκλης και με στρέφει προς τα εκεί που κοιτάει κι ο ίδιος.
«Ωχ! Ναι, δίκιο έχεις», απαντάω με λίγο παραπάνω ενθουσιασμό απ’ ότι συνηθίζω
λόγω αλκοόλ. Στο βάθος μπροστά μας είναι οι δύο τύπισσες, η ξανθιά κι η
μελαχρινή που γνωρίσαμε λίγες μέρες πριν. Είναι η στιγμή για μια δεύτερη
ευκαιρία για μένα και μια δεύτερη γεύση για τον Σοφοκλή; Φυσικά και ναι. Ψέλνω
στα γρήγορα μια σύνοψη του Ακάθιστου Ύμνου από μέσα μου (δεν τον ξέρω όλο έτσι
κι αλλιώς) και βουρ για τα κοριτσάκια. Αυτή τη φορά μιλάω εγώ στην αρχή, απ’
ότι φαίνεται φέρνει γούρι.
«Χελ…»
ξεκινάω ΚΑΙ ΝΑΙ, μοιάζουν να χαίρονται που μας βλέπουν.
«…λόου γκερλζ!» λέει ο Αβραάμ που πετάγεται σα νυφίτσα μπροστά μας «Μέι άι
μπόροου μάι φριέντς?». Τι να πουν κι οι κοπέλες, απαντάνε «Οφ κορς».
«ΤΙ-ΣΤΟΝ-ΠΟΥΤΣΟ-ΘΕΛΕΙΣ-ΑΒΡΑΑΜ»,
τον ρωτάω αρκετά εκνευρισμένος καθώς σκέφτομαι πως, στα αλήθεια αυτό το
κοριτσάκι με τα μελαχρινά μαλλιά δεν είναι κατάλληλο μόνο για σεξουαλικές
περιπτύξεις, αλλά έχει και μια γλυκύτητα εξαίσια, ότι πρέπει για έναν
βασανισμένο Χριστιανό που αναζητά την Εδέμ στον κυνικό αυτό κόσμο. «ΜΗΠΩΣ ΤΟ
ΧΕΙΣ ΓΑΜΗΣΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΤΟ ΘΕΜΑ;», του ξαναλέω.
«Μη
φρικάρεις, από πότε την πέφτεις άλλωστε εσύ σε κοπέλες;» μου απαντάει
αναιδέστατα ο ξανθομπάμπουρας που έχω για φίλο ή μάλλον είχα.
«Εδώ που τα λέμε, το έχω κι εγώ μια απορία αυτό» πετάγεται ο Σοφοκλής. Α, δεν
πάμε με τα καλά μας. Προσπαθώ να ηρεμήσω.
«Τέλος πάντως, τέλος πάντων», λέω κατευναστικά για να μην αρχίσω να ουρλιάζω. «Ορίστε
Αβραάμ, είμαστε όλοι αυτιά»
«Λοιπόν το πάρτι εδώ είναι τελείως βαρετό, γεμάτο ξενόφερτα έθιμα, τι θα λέγατε
να την κάνουμε από εδώ και να πάμε σε κάτι πολύ πιο γαμάτο;»
Κοιταζόμαστε
μεταξύ μας με το Σοφοκλή. Δε θέλουμε να φύγουμε. Κι αν θέλαμε, δεν θα το κάναμε
για να πάμε σε κάτι που το προτείνει ο Αβραάμ.
«Νομίζουμε
ότι είναι μια χαρά και εδώ» λέμε.
«Καλώς, δεν
σας πιέζω» μας απαντάει. «Την κάνω, γεια σας, ελπίζω να απομνημονεύσατε τη
διαδρομή για το γυρισμό» λέει και μας κλείνει το μάτι.
Κοιταζόμαστε
πάλι. Πρακτικά αδύνατον να θυμόμαστε κάτι τέτοιο. «Ρε το κάθαρμα» σκέφτομαι. Έχουμε ένα Σάββατο στην πόλη του και δεν έχει το φιλότιμο να βγάλει έξω, έστω
μέχρι τις τρεις, τους καλεσμένους του, χώρια τα άλλα που μας έκανε, αλλά δεν
έχουμε άλλη επιλογή εδώ που φτάσαμε
«Εντάξει» του
λέμε κι οι δύο με πίκρα
«Μόνο που» προσθέτει χαιρέκακα «Η συμμετοχή κοστίζει δέκα ευρώ ο καθένας. Τα
δίνετε σε εμένα φυσικά». Τέλεια! Αυτά είναι όσα λεφτά έχουμε πάνω μας. Του τα
δίνουμε. Α, ρε καθάρματα Σλοβάκοι, δεν θα έρθει ο Πούτιν από εδώ; Εθελοντής θα
γραφτώ πρώτος λέμε.
***
Κανά τέταρτο
μετά είμαστε στη μέση ενός δάσους που δεν έχουμε ξαναβρεθεί ποτέ και
περιμένουμε κάτι, άγνωστο τι. Καθώς κρυώνουμε και καθώς η διάθεση μας δεν είναι
κι η καλύτερη δυνατή, δεν αργούμε να φτιάξουμε διάφορα σενάρια με το μυαλό μας
όπως για παράδειγμα πως ο Αβραάμ, για να βγάζει ένα επιπλέον εισόδημα, άνοιξε
εκτροφείο για αρκούδες και μας έφερε εδώ για να μας ταΐσει σε αυτά τα γλυκούλικα
κτήνη, επειδή οι κανονικές τροφές είναι πανάκριβες. Αναρωτιέμαι όλα αυτά τα
βασανιστικά λεπτά που περνάμε στο δάσος αν ο Θεός με τιμωρεί για κάτι κακό που
έκανα. Πράγματι, έκανα πολλά κακά πράγματα τα τελευταία χρόνια, αλλά ας είμαστε
ειλικρινείς ρε Θεέ, εδώ βλέπεις ότι το κάθε φιλοχρήματο βαμπίρ πάει και
καταστρέφει ένα δάσος για να πουλήσει ξυλεία ή παίζει στο χρηματιστήριο με την
τιμή του σιταριού κάνοντας ολόκληρες χώρες να λιμοκτονήσουν. Είμαστε σοβαροί
τώρα; Εγώ φταίω δηλαδή;
Τέλος πάντων,
το σενάριο με τις αρκούδες ευτυχώς διαψεύδεται. Αντίθετα, απ’ όλα τα μέρη του
δάσους, ξεπροβάλουν μηχανές με ανοιχτά τα φώτα και πάνω τους καβαλικεύουν κάτι
γυμνασμένοι μηχανόβιοι συμμορίτες που βρωμάνε αγριάδα και το δείχνουν.
Σταματάνε λίγα εκατοστά πριν το μέρος μας και κατεβαίνουν. Χαιρετάνε εγκάρδια
τον Αβραάμ ενώ μαζί τους είναι και η Μάγδα. Απέναντι μας μοιάζουν καχύποπτοι αλλά
όχι εχθρικοί. Ρωτάνε για εμάς στα σλοβάκικα και το καταλαβαίνουμε γιατί μας
δείχνουν με τα χέρια τους. Ελπίζουμε να πει μια καλή κουβέντα αλλιώς μπορεί και
να επιβεβαιωθεί το σενάριο με τις αρκούδες. Ο πιο γέρος και πιο γυμνασμένος από
τους μηχανόβιους που έχει μακρύ γκρι μαλλί και φοράει γυαλιά μυωπίας σαν τα δικά μου, καθώς και
δερμάτινο μπουφάν με πλησιάζει. Με σκανάρει από πάνω ως κάτω κι αφού θεωρεί
ότι είμαι εντάξει, μου προσφέρει το χέρι του.
«Σο,
κορμαντς?» με ρωτάει σε φιλικό τόνο.
«Απίστευτο!» σκέφτομαι. Τέτοια αποβράσματα και να είναι κομμουνιστές; Τέλος πάντων, δεν
πρέπει να απορρίπτουμε ούτε να κρίνουμε κανέναν. Του δίνω το χέρι μου.
«Κόμραντς!» απαντάω και για μένα και για το Σοφοκλή κι ανταλλάσουμε μια σφιχτή, πολύ σφιχτή,
υπερβολικά σφιχτή αλλά εγκάρδια χειραψία. Ύστερα προσέχω ένα τατουάζ που έχει
στον δεξί καρπό του. Πολύ σκοτάδι κι η όραση μου έχει χειροτερέψει αλλά από εδώ
το βγάζω μια χαρά. Χμ, ναι, είναι ξεκάθαρα μια σβάστικα και δίπλα η σημαία της
Σλοβακίας.
«Τέλεια»
ψιθυρίζω.
Οι τύποι
κατευθύνονται προς τις μηχανές. Ο Αβραάμ έρχεται προς το μέρος μας.
«Το ήξερα
ότι θα τα πάτε καλά με αυτόν, είναι συγγραφέας σαν και εσένα»
«Α ναιιιιι;», λέω τραυλίζοντας. «Τιιιιιι εεεεέχει γραααάψει;»
«Ουυυ αρκετά, νομίζω τα καλύτερα του είναι το ‘’Ο δρόμος για την κάθαρση’’ και
το ‘’Ισχυρή Σλοβακία’’ που, αν και πολύ μετριοπαθές, αγαπήθηκε πολύ απ’ το
κοινό»
«Δεν ακούγονται πολύ λογοτεχνικά ρε Αβραάμ», του λέω.
«Υπάρχει τίποτα πιο ποιητικό από το να καθαρίζεις το έθνος από τους προδότες;»
λέει ο Αβραάμ όχι σαν ερώτηση μα σα διαπίστωση. Τέτοιες ώρες είναι να ανοίγεις
συζήτηση για την ποίηση και το έθνος; Κάνεις μόκο κι ελπίζεις να ξεμπερδεύεις
γρήγορα.
«Εμπρός
λοιπόν, καβαλικεύστε και εσείς από ένα σιδερένιο άτι» μας λέει ο φίλος μας.
Αργούμε φυσικά να το πιάσουμε, αλλά εννοεί τις μηχανές. Εγώ πάω μαζί με τον
αρχηγό -αφού γίναμε και ‘’φιλαράκια’’-, ο Αβραάμ φυσικά με τη Μάγδα που έχει τη
δικιά της μηχανή, ενώ ο Σοφοκλής φιλοξενείται από έναν ‘’σύντροφο’’ που του
συστήνουν και πρέπει να είναι Τούρκος και να ανήκει στους γκρίζους λύκους, ένα
ακροδεξιό κόμμα της Τουρκίας.
Ο αρχηγός
ουρλιάζει κάτι στα σλοβάκικα κι ο Αβραάμ, που είναι σχετικά κοντά μου
μεταφράζει ή λέει τα δικά του, δεν έχει και πολύ σημασία, πάντως ουρλιάζει
«ΕΜΠΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΟΞΑ» κι οι μηχανές ξεκινάνε. Το έδαφος είναι φυσικά ανώμαλο κι
εγώ δεν είμαι συνηθισμένος ούτε σε μηχανές ούτε σε τέτοιες καταστάσεις. Στο
δεκάλεπτο έχω ξεράσει δυο φορές, αλλά, ευτυχώς για μένα, ούτε μία πάνω στον
Αρχηγό. Το στομάχι μου όμως δε διακινδυνεύει να μου βγει από την μύτη γιατί
λίγο μετά σταματάμε. Βρισκόμαστε τώρα στα όρια του δάσους. Ο αρχηγός μιλάει
στους μηχανόβιους συμμορίτες έντονα και γρήγορα για κάτι. Καταλαβαίνω ότι
εξηγεί, προπαγανδίζει και δίνει εντολές, αλλά δεν καταλαβαίνω προφανώς το θέμα.
Όλοι κατεβαίνουν ωστόσο και μπαίνουν σε παράταξη.
«Αβραάμ, τι
συμβαίνει;» τον ρωτάω
«Σσσς, θα τα πούμε μετά» μου απαντάει, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει.
«ΓΚΕΤ ΙΝ ΛΑΙΝ», φωνάζει ο αρχηγός σε μένα και τον Σοφοκλή. Μπαίνουμε. Κάνε κι
αλλιώς αν μπορείς. Ο Αβραάμ μας κοιτά σαν να του χέσαμε πάλι την τουαλέτα ή ακόμα χειρότερα, να του αφήσαμε ανοιχτά τα φώτα. Ο αρχηγός μιλάει για περίπου
ένα τέταρτο στους ‘’φαντάρους’’ του στα σλοβάκικα. Στο τέλος, προς μεγάλη μας
έκπληξη, προχωράει προς κάτι θάμνους και τραβάει από το βάθος τους δυο μεγάλα
σιδερένια κουτιά, σκουριασμένα επιμελώς για να μην τραβάνε την προσοχή.
Οι
μηχανόβιοι νεοναζί κι ο Αβραάμ, που μάλλον είναι νεοναζί αλλά μηχανόβιος δεν
είναι σίγουρα, σχηματίζουν ουρά μπροστά από τα κουτιά. Ο αρχηγός τα ανοίγει και
δίνει στον καθένα από ένα σιδερένιο λοστό. Δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο
μυστικότητα για ένα σχετικά ασήμαντο όπλο. Έπειτα, γυρίζει στον Αβραάμ και του
λέει δείχνοντας μας: «ΕΞΠΛΕΙΝ ΔΕΜ».
Βρήκε
άνθρωπο να μας διαφωτίσει κι αυτός. Ψήνομαι για λίγο να γίνω όντως ναζί και να
πω στον αρχηγό για τον κομμουνιστικό παρελθόν του Αβραάμ, αλλά τελικά βγάζω το
σκασμό.
Ο Αβραάμ μας
πλησιάζει. Μοιάζει λίγο ντροπιασμένος. Φοβόμαστε πάρα πολύ για να του σπάσουμε
το κεφάλι στα δύο, όπως προφανώς του αξίζει και θα έπρεπε να κάνουμε. «Ε, τώρα»,
μας λέει, «Θα κάνουμε έναν κύκλο εδώ τριγύρω για να δείξουμε πυγμή και θα
γυρίσουμε σπίτια μας. Εντάξει;». Πολύ καλό για να είναι αληθινό, έχω αρχίσει να
προτιμώ το σενάριο με τις αρκούδες. «Είσαι σίγουρος, απολύτως σίγουρος Αβραάμ;»,
τον ρωτάω. «Μα φυσικά», απαντάει και κάνει το σήμα της νίκης στον αρχηγό που
προφανώς τον ρωτάει από μακριά αν μας εξήγησε. Ξανανεβαίνουμε στις μηχανές.
Πάλι το ίδιο σκηνικό.
«ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ
ΤΗ ΝΙΚΗ»
Αντί για
κύκλο εδώ τριγύρω βέβαια, μπαίνουμε σε ένα μικρό χωριουδάκι που έχει τη σημαία
του ΟΗΕ, όχι ότι με νοιάζει και πολύ για τον ΟΗΕ αλλά οι κάτοικοι τι μας φταίνε;
Κάνω τον τρίτο μου εμετό, ενώ δίπλα μου έχω για παρέα ένα μέλος των γκρίζων
λύκων κι από πίσω του τον Σοφοκλή να ξερνάει για πρώτη μάλλον φορά.
«ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ,
ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ;» τον ρωτάω φωνάζοντας για να με ακούσει.
«ΣΚΑΤΑ ΡΕ ΣΚΑΤΑ ΟΛΑ ΔΕΣ ΤΙΣ ΤΑΜΠΕΛΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΑΣ» μου απαντάει και προσέχω ότι
κλαίει. Ποιες ταμπέλες; Γυρίζω από την άλλη και τις βλέπω.
PROPERTY OF UNITED NATIONS
SYRIAN REFUGES SETTLEMENT
«Α, το
μουνί…», είναι το μόνο σχόλιο που προλαβαίνω να κάνω πριν αρχίσει ο χαμός. Τα
νεοναζί φρίκουλα κάνουν κανονικό πογκρόμ στο μικρό χωριουδάκι που μένουν Σύριοι
πρόσφυγες του εμφυλίου και το μόνο που αποτρέπει μια επικών διαστάσεων
καταστροφή, είναι το γεγονός ότι το μέρος εδώ δεν φαίνεται να έχει πάνω από
εκατό, το πολύ διακόσιους, μόνιμους κατοίκους. Είναι βράδυ επίσης και ευτυχώς
οι φασίστες δε βρίσκουν εύκολα κόσμο στο δρόμο. Περισσότερο ξεσπάνε σε σπίτια,
που τους πετάνε κάτι σα μολότοφ που είτε δε σκάνε καν είτε αστοχούν κωμικοτραγικά,
ενώ ξεσπάνε και σε κτήρια του ΟΗΕ ή σε κυβερνητικά (η κυβέρνηση άλλωστε φταίει,
αφού έδωσε αυτά τα σπίτια στους πρόσφυγες σωστά;). Εγώ κι ο Σοφοκλής κατά κύριο
λόγο προσπαθούμε να μην σκοτωθούμε σε καμιά απότομη στροφή και περιμένουμε απλά
να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης στον οποίο πέσαμε. Μια νεαρή υπάλληλος του ΟΗΕ
τρώει μια γερή με το λοστό στο λαιμό της από τη Μάγδα και πέφτει κάτω, τρέχουν
να τη βοηθήσουν μια ομάδα από νεαρούς πρόσφυγες αλλά οι Ναζί ορμάνε και σε
αυτούς. Στην πραγματικότητα είναι η μοναδική ομάδα Σύριων που καταφέρνουν να
βρουν εκτεθειμένη ή απροστάτευτη και ορμάνε πάνω τους.
Προσπαθώ να μη βλέπω
αλλά δε γίνεται. Νοιώθω τύψεις, επειδή, θέλοντας και μη, οι άνθρωποι εδώ
θεωρούν κι εμάς τμήμα αυτών που τους επιτίθενται. Ο κύριος λόγος για τις ενοχές μου όμως είναι ότι απλούστατα, έπρεπε να είχαμε κάνει τηγανητό τον Αβραάμ πολύ
νωρίτερα. Ευτυχώς, όταν ηρεμεί λίγο η κατάσταση, δεν υπάρχουν ούτε νεκροί ούτε βαριά
τραυματίες. Υπάρχουν όμως αιχμάλωτοι… Τα γαμημένα φασισταριά κρατάνε μερικούς
Σύριους και δεν τους αφήνουν να φύγουν. Οι μηχανές έχουν σταματήσει. Κατεβαίνω.
Μια προσπάθεια αξίζει τον κόπο. Πάω στον Αβραάμ.
«Ρε ηλίθιο
σκουπίδι, ό,τι και να σου πω είναι λίγο, τουλάχιστον αφήστε τους ανθρώπους. Έλα
κάνατε την αρρωστίλα σας, τέλος»
Με κοιτάζει σαν παιδάκι που το μάλωσε η δασκάλα του, αλλά είναι η μαμά του που έχει
την εξουσία.
«Δεν είναι και στο χέρι μου ακριβώς» μου απαντάει.
Φεύγουμε.
Ούτε που ξέρουμε για πού μας τραβάνε, προσπαθούμε να ανταλλάξουμε μια κουβέντα
με τους Σύριους αλλά και να ξέρουν αγγλικά δεν μας μιλάνε. Καθόλου περίεργο.
Φτάνουμε σε μια ερημική άκρη του Δούναβη. Κι ο αρχηγός γαβγίζει πάλι διαταγές.
Δεν χρειάζεται να ξέρεις σλοβάκικα αυτή τη φορά. Με συνοπτικές διαδικασίες τους
δένουν και τους πετάνε. Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που δεν ακούει
το «ΠΛΑΦ» αλλά όποιος χαίρεται -είτε που το ακούει, είτε που δεν το ακούει- δεν
είναι άνθρωπος.
Κοιτάω χωρίς
να βγάζω άχνα τον Αβραάμ.
«Λίγο μετά
βγαίνουν στην ακτή και γυρίζουν στο χωριό, κανείς τους δεν πνίγεται.» απαντάει
αδιάφορα.
Μας αφήνουν
με τις μηχανές τους σε έναν κεντρικό δρόμο. Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο.
Φεύγουμε μεθαύριο έτσι κι αλλιώς. Διπλοκλειδώνουμε και δεν υπάρχει προσευχή που
δεν θα κάνω απόψε, αν και, ακόμα κι αν ήμουν σίγουρος για την ύπαρξη του Θεού, υποψιάζιαζομαι πως και πάλι δε θα έφτανε.
Την άλλη
μέρα δεν απαντήσαμε σε κανένα από τα τηλεφωνήματα του Αβραάμ, αλλά, καθώς
περπατάγαμε το απόγευμα κοντά στη συνηθισμένη μας πια παμπ της Μπρατισλάβας , αισθανθήκαμε ένα χέρι να μας
τραβάει προς τα πίσω με δύναμη. Δεν ξέρω πως ένιωσε ο Σοφοκλής, πάντως εγώ τα
θυμήθηκα τότε όλα από την αρχή. Από το πρωινό που δεν είχαμε ποτέ, το κλείδωμα
στο σπίτι και την υποτιθέμενη συνωμοσία μας με τα φώτα που αφήσαμε ανοιχτά,
μέχρι την κακόμοιρη την κοπέλα με τον σπασμένο λαιμό και τους δεμένους
χειροπόδαρα και πεταμένους στον Δούναβη πρόσφυγες. Χαζές συγκρίσεις, αληθινές
συνδέσεις. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Γυρίσαμε να δούμε ποιος ήταν. Και
νιώσαμε μια δυνατή μπουνιά να μας σπάει τα μούτρα. Πέσαμε στο πεζοδρόμιο, ή
μάλλον σωριαστήκαμε.
Προλάβαμε να
διακρίνουμε τη μορφή της Μάγδας. «Αυτό
για να μάθετε να μην σηκώνετε το τηλέφωνο στον Αβραάμ» μας είπε κι έφυγε. Λιγότερο
από εικοσιτέσσερις ώρες μετά φύγαμε και εμείς. Οριστικά. Προλάβαμε να πετύχουμε
ωστόσο, τον Βέλγο που είχα γνωρίσει στο αεροπλάνο. Ακόμα μαστουρωμένος ήταν.
Καλό παιδί, ζει το δικό του ταξίδι στην άκρη της νύχτας όπως το ζει και πάρα
πολύς κόσμος ακόμα, ασχέτως τι και αν πίνει. Μας είπε να μείνουμε κι άλλο. Φύγαμε.
Και δε θα
γυρίσουμε ποτέ ξανά. Προτιμάμε την Ελλάδα. Είναι σκατά σίγουρα. Αλλά
τουλάχιστον στην Ελλάδα αυτός που φοβάται να μιλήσει, για την ώρα τουλάχιστον,
είναι περισσότερο αυτός που θέλει να πει «ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ»
παρά το αντίθετο. Και έτσι πρέπει να μείνουν τα πράγματα.
Αθήνα,
Μάρτης του 2017
Διονύσης
Ρακόπουλος
Σοφοκλής Μοσχάρ
Sonder: Συνέντευξη